clairvoyant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | clairvoyant | clairvoyants |
θηλυκό | clairvoyante | clairvoyantes |
clairvoyant (fr)
- (παρωχημένο) που βλέπει (το αντίθετο του τυφλός)
- οξυδερκής, διορατικός
- ≈ συνώνυμα: fin, intelligent, lucide, pénétrant, perspicace, sagace