Ετυμολογία

επεξεργασία
clairvoyance < clairvoyant

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clairvoyance clairvoyances

clairvoyance (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία