Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
flair
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
flair
<
→
λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
flɛʁ
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
flair
flairs
flair
(fr)
αρσενικό
η
όσφρηση
≈
συνώνυμα
:
odorat
η
διαίσθηση
≈
συνώνυμα
:
clairvoyance
,
feeling
,
intuition
,
perspicacité
Συγγενικά
επεξεργασία
flairer
flaireur
-
flaireuse