ενικός         πληθυντικός  
intuition intuitions

  Ετυμολογία

επεξεργασία
intuition < μέση γαλλική intuition

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌɪn.tjʊˈɪ.ʃən/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

intuition (en)

  1. η διαίσθηση, ενστικτώδης αντίληψη, ενόραση, απροσδιόριστη γνώση αυτού που δεν μπορεί να αποδειχτεί με τη λογική ή αυτού που δεν υπάρχει ακόμη
    ⮡  She has an intuition for always doing the right thing.
    Έχει μια διαίσθηση να κάνει πάντα το σωστό.
    ⮡  I trust my intuition.
    Πιστεύω στη διαίσθηση μου.
     συνώνυμα: sixth sense, instinct
  2. το προαίσθημα, καθετί που αισθάνεται κάποιος εκ των προτέρων ότι θα συμβεί
    ⮡  I got a lottery ticket because I had a good intuition.
    Πήρα ένα λαχείο, γιατί είχα καλό προαίσθημα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη premonition

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
intuition < λατινική intuitio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.tɥi.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

intuition (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία