ενικός         πληθυντικός  
instinct instincts

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

instinct (en)

  1. το ένστικτο
    ⮡  the instinct of self-preservation - το ένστικτο της αυτοσυντήρησης
    ⮡  the sexual instinct - το σεξουαλικό ένστικτο
     συνώνυμα: impulse, urge
  2. η διαίσθηση
    ⮡  She has an instinct for always doing the right thing.
    Έχει μια διαίσθηση να κάνει πάντα το σωστό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intuition
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 219, 295. ISBN 9780194325684. , λήμμα: διαίσθηση, ένστικτο



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
instinct instincts

instinct (fr) αρσενικό