flaireur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- flaireur < flairer
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | flaireur | flaireurs |
θηλυκό | flaireuse | flaireuses |
flaireur (fr)
- (σπάνιο) κάποιος μου οσφραίνεται
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | flaireur | flaireurs |
θηλυκό | flaireuse | flaireuses |
flaireur (fr)
- που οσφραίνεται