psychologue
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- psychologue < psychologie
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psi.kɔ.lɔɡ/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
psychologue | psychologues |
psychologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
psychologue | psychologues |
psychologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό