Δείτε επίσης: Psychologie

Ετυμολογία

επεξεργασία
psychologie < (λόγιο δάνειο) νεολατινική psychologia. Μορφολογικά αναλύεται σε psycho- + -logie

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
psychologie psychologies

psychologie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία