psychologie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- psychologie < (λόγιο δάνειο) νεολατινική psychologia. Μορφολογικά αναλύεται σε psycho- + -logie
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psi.kɔ.lɔ.ʒi/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
psychologie | psychologies |
psychologie (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- psychologie - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé