Δείτε επίσης: Κατηγορία:Ψυχολογία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχολογία οι ψυχολογίες
      γενική της ψυχολογίας των ψυχολογιών
    αιτιατική την ψυχολογία τις ψυχολογίες
     κλητική ψυχολογία ψυχολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχολογία θηλυκό

  1. (ιατρική) επιστήμη που μελετά τη σκέψη και τη συμπεριφορά των ανθρώπων
    παράδειγμα  σπουδάζω ψυχολογία
  2. (συνεκδοχικά) το πως νοιώθει κάποιος
    παράδειγμα  Η ψυχολογία μου τελευταία δεν είναι πολύ καλά.
     συνώνυμα: διάθεση, όρεξη

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ανεβάζω την ψυχολογία κάποιου: κάνω κάποιον χαρούμενο
  • ρίχνω την ψυχολογία κάποιου: κάνω κάποιον άκεφο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία