ψυχολογισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψυχολογισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η φιλοσοφική αντίληψη ότι όλα μπορούν να ερμηνευθούν ή να επιλυθούν μέσω της ψυχολογικής προσέγγισης κι όχι με τη λογική
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχολογισμός