ενικός         πληθυντικός  
psicologia psicologie

  Ετυμολογία

επεξεργασία
psicologia < αρχαία ελληνική ψυχή + λόγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

psicologia (it)


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

psicologia (pt)θηλυκό