myope
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
myope | myopes |
myope (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
myope | myopes |
myope (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
myope | myopes |
myope (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
myope | myopes |
myope (fr) αρσενικό ή θηλυκό