Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
myope myopes

myope (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
myope myopes

myope (fr) αρσενικό ή θηλυκό