↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυωπικός η μυωπική το μυωπικό
      γενική του μυωπικού της μυωπικής του μυωπικού
    αιτιατική τον μυωπικό τη μυωπική το μυωπικό
     κλητική μυωπικέ μυωπική μυωπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυωπικοί οι μυωπικές τα μυωπικά
      γενική των μυωπικών των μυωπικών των μυωπικών
    αιτιατική τους μυωπικούς τις μυωπικές τα μυωπικά
     κλητική μυωπικοί μυωπικές μυωπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυωπικός < μύωπας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.o.piˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /mi.o.piˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /mi.o.piˈkos/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

μυωπικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με τη μυωπία ή το μύωπα
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει διορατικότητα, που προσκολλάται στο παρελθόν και δεν μπορεί να προβλέψει νέες εξελίξεις
     συνώνυμα: κοντόφθαλμος, στενοκέφαλος
     αντώνυμα: διορατικός, εύστροφος, οξύνους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία