μυωπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μυωπικός | η | μυωπική | το | μυωπικό |
γενική | του | μυωπικού | της | μυωπικής | του | μυωπικού |
αιτιατική | τον | μυωπικό | τη | μυωπική | το | μυωπικό |
κλητική | μυωπικέ | μυωπική | μυωπικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μυωπικοί | οι | μυωπικές | τα | μυωπικά |
γενική | των | μυωπικών | των | μυωπικών | των | μυωπικών |
αιτιατική | τους | μυωπικούς | τις | μυωπικές | τα | μυωπικά |
κλητική | μυωπικοί | μυωπικές | μυωπικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυωπικός < μύωπας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.o.piˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /mi.o.piˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /mi.o.piˈkos/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαμυωπικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη μυωπία ή το μύωπα
- (μεταφορικά) που δεν έχει διορατικότητα, που προσκολλάται στο παρελθόν και δεν μπορεί να προβλέψει νέες εξελίξεις