Δείτε επίσης: ὀξύνους

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η οξύνους το οξύνουν
      γενική του/της οξύνου του οξύνου
    αιτιατική τον/την οξύνου το οξύνουν
     κλητική οξύνους* οξύνουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξύνοες τα οξύνοα
      γενική των οξυνόων των οξυνόων
    αιτιατική τους/τις οξύνοες τα οξύνοα
     κλητική οξύνοες οξύνοα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξύνους < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὀξύνους < ὀξύς + νοῦς / νόος. Συγχρονικά αναλύεται σε οξύ- + -νους.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈksi.nus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ξύ‐νους

  Επίθετο επεξεργασία

οξύνους, -ους, -ουν

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία