myopic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | myopic |
συγκριτικός | more myopic |
υπερθετικός | most myopic |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmyopic (en)
- μυωπικός, που αναφέρεται στη μυωπία
- ⮡ myopic vision - μυωπική όραση
- μυωπικός, έλλειψη προσεκτικής σκέψης για τις πιθανές επιπτώσεις από κάτι ή για το τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον
- ⮡ myopic policy - μυωπική πολιτική
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- myopic - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 580. ISBN 9780194325684., λήμμα: μυωπικός