παραθετικά
θετικός short-sighted
συγκριτικός more short-sighted
υπερθετικός most short-sighted

  Ετυμολογία

επεξεργασία
short-sighted < short + sighted

  Επίθετο

επεξεργασία

short-sighted (en)

  1. μυωπικός, που αναφέρεται στη μυωπία
    ⮡  short-sighted vision - μυωπική όραση
    ⮡  short-sighted eyes - μυωπικά μάτια
  2. μυωπικός, έλλειψη προσεκτικής σκέψης για τις πιθανές επιπτώσεις από κάτι ή για το τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον
    ⮡  short-sighted policy - μυωπική πολιτική

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη myopic

Άλλες μορφές

επεξεργασία