shortsighted
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | shortsighted |
συγκριτικός | more shortsighted |
υπερθετικός | most shortsighted |
Επίθετο
επεξεργασίαshortsighted (en)
παραθετικά | |
θετικός | shortsighted |
συγκριτικός | more shortsighted |
υπερθετικός | most shortsighted |
shortsighted (en)