Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοντόμερος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοντόμερ
ος
η
κοντόμερ
η
το
κοντόμερ
ο
γενική
του
κοντόμερ
ου
της
κοντόμερ
ης
του
κοντόμερ
ου
αιτιατική
τον
κοντόμερ
ο
την
κοντόμερ
η
το
κοντόμερ
ο
κλητική
κοντόμερ
ε
κοντόμερ
η
κοντόμερ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοντόμερ
οι
οι
κοντόμερ
ες
τα
κοντόμερ
α
γενική
των
κοντόμερ
ων
των
κοντόμερ
ων
των
κοντόμερ
ων
αιτιατική
τους
κοντόμερ
ους
τις
κοντόμερ
ες
τα
κοντόμερ
α
κλητική
κοντόμερ
οι
κοντόμερ
ες
κοντόμερ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοντόμερος
<
κοντο-
+
μέρα
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
κοντόμερος
(
λογοτεχνικό
) που του μένει
λίγος
χρόνος
ζωής
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κοντοήμερος
Συνώνυμα
επεξεργασία
κοντόχρονος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοντόμερος
→
δείτε
τη λέξη
κοντόχρονος