↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσουτσέκι τα τσουτσέκια
      γενική
    αιτιατική το τσουτσέκι τα τσουτσέκια
     κλητική τσουτσέκι τσουτσέκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσουτσέκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چیچك (çiçek) + (λουλούδι, κατεργάρης) + με τροπή [i] > [u].[1] Δείτε και την τουρκική çiçek

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡suˈt͡se.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσου‐τσέ‐κι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσουτσέκι ουδέτερο

  • (προσφώνηση, μειωτικό, αργκό) περιφρονητική προσφώνηση για άτομο που θεωρούμε ποταπό και ασήμαντο
    ※  Ο Στρατηγός αντιμετώπισε τον δημοσιογράφο όχι ως εκπρόσωπο επαρχιακού καναλιού, ένα ανίσχυρο τσουτσέκι, δηλαδή που έκανε τη βρομοδουλειά που του ανέθεσαν, αλλά ως εντεταλμένο αντιπρόσωπο ολόκληρου του αμερικανικού λαού (Σοφία Νικολαΐδου, Χορεύουν οι ελέφαντες, εκδ. Μεταίχμιο, 2012)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.