• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

چیچك

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Οθωμανικά τουρκικά (ota)

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

چیچك (çiçek)

  1. το λουλούδι, το άνθος
  2. κατεργάρης, άστατος

Απόγονοι

επεξεργασία
⇒ τουρκικά: çiçek
↷ νέα ελληνικά: τσιτσέκι, τσουτσέκι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=چیچك&oldid=4671673"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Ιουλίου 2020, στις 04:47

Γλώσσες

    • English
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Русский
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Ιουλίου 2020, στις 04:47.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας