άλμα επί κοντώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άλμα επί κοντώ | τα | άλματα επί κοντώ |
γενική | του | άλματος επί κοντώ | των | αλμάτων επί κοντώ |
αιτιατική | το | άλμα επί κοντώ | τα | άλματα επί κοντώ |
κλητική | άλμα επί κοντώ | άλματα επί κοντώ | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις άλμα, επί και κοντός (σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Stabhochsprung[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pole vault[2])
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαάλμα επί κοντώ ουδέτερο και επί κοντώ
- (αθλητισμός) αγώνισμα του στίβου στο οποίο ο αθλητής χρησιμοποιεί ένα κοντάρι για να πηδήξει πάνω από μια οριζόντια δοκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άλμα επί κοντώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κοντός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κοντός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)