τζουτζές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τζουτζές < (άμεσο δάνειο) τουρκική cüce ("νάνος") < περσική جوجه (cūca, "κοτοπουλάκι")
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζουτζές αρσενικό
- γελωτοποιός
- (συνεκδοχικά) άνθρωπος που δεν είναι σοβαρός, ο γελοίος
- μ' έχει βάλει στο μάτι αυτός ο τζουτζές στη γραμματεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζουτζές
|