Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοντόμυαλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοντόμυαλ
ος
η
κοντόμυαλ
η
το
κοντόμυαλ
ο
γενική
του
κοντόμυαλ
ου
της
κοντόμυαλ
ης
του
κοντόμυαλ
ου
αιτιατική
τον
κοντόμυαλ
ο
την
κοντόμυαλ
η
το
κοντόμυαλ
ο
κλητική
κοντόμυαλ
ε
κοντόμυαλ
η
κοντόμυαλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοντόμυαλ
οι
οι
κοντόμυαλ
ες
τα
κοντόμυαλ
α
γενική
των
κοντόμυαλ
ων
των
κοντόμυαλ
ων
των
κοντόμυαλ
ων
αιτιατική
τους
κοντόμυαλ
ους
τις
κοντόμυαλ
ες
τα
κοντόμυαλ
α
κλητική
κοντόμυαλ
οι
κοντόμυαλ
ες
κοντόμυαλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοντόμυαλος
<
κοντός
+
-ο-
+
μυαλό
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
κοντόμυαλος
που δεν σκέφτεται
έξυπνα
, ο
ανόητος
, ο
απερίσκεπτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κοντός
και
μυαλό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοντόμυαλος
→
δείτε
τις λέξεις
ανόητος
και
απερίσκεπτος