κοντόπνοος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κοντόπνοος
- που έχει σύντομη διάρκεια, που δεν είναι αρκετός για τις μελλοντικές ανάγκες
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοντόπνοος
|