πυγμαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πυγμαίος | οι | πυγμαίοι |
γενική | του | πυγμαίου | των | πυγμαίων |
αιτιατική | τον | πυγμαίο | τους | πυγμαίους |
κλητική | πυγμαίε | πυγμαίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυγμαίος < αρχαία ελληνική πυγμαῖος < πυγμή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυγμαίος αρσενικό (θηλυκό πυγμαία)
- μέλος αφρικανικής φυλής της οποίας οι ενήλικοι δεν ξεπερνούν σε ύψος το 1,5 μέτρο
- πυγμαία δάση
- πολύ κοντός άνθρωπος
- ο τύπος είναι κοντός σαν πυγμαίος