Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πυγμαίοι

  1. πυγμαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. πυγμαίος, στην κλητική του πληθυντικού