Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπιθαμιαίος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπιθαμιαί
ος
η
σπιθαμιαί
α
το
σπιθαμιαί
ο
γενική
του
σπιθαμιαί
ου
της
σπιθαμιαί
ας
του
σπιθαμιαί
ου
αιτιατική
τον
σπιθαμιαί
ο
τη
σπιθαμιαί
α
το
σπιθαμιαί
ο
κλητική
σπιθαμιαί
ε
σπιθαμιαί
α
σπιθαμιαί
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπιθαμιαί
οι
οι
σπιθαμιαί
ες
τα
σπιθαμιαί
α
γενική
των
σπιθαμιαί
ων
των
σπιθαμιαί
ων
των
σπιθαμιαί
ων
αιτιατική
τους
σπιθαμιαί
ους
τις
σπιθαμιαί
ες
τα
σπιθαμιαί
α
κλητική
σπιθαμιαί
οι
σπιθαμιαί
ες
σπιθαμιαί
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπιθαμιαίος
<
σπιθαμή
Επίθετο
επεξεργασία
σπιθαμιαίος, -α, -ο
αυτός έχει μήκος μιας σπιθαμής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπιθαμιαίος