↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντοφάρδουλος η κοντοφάρδουλη το κοντοφάρδουλο
      γενική του κοντοφάρδουλου της κοντοφάρδουλης του κοντοφάρδουλου
    αιτιατική τον κοντοφάρδουλο την κοντοφάρδουλη το κοντοφάρδουλο
     κλητική κοντοφάρδουλε κοντοφάρδουλη κοντοφάρδουλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντοφάρδουλοι οι κοντοφάρδουλες τα κοντοφάρδουλα
      γενική των κοντοφάρδουλων των κοντοφάρδουλων των κοντοφάρδουλων
    αιτιατική τους κοντοφάρδουλους τις κοντοφάρδουλες τα κοντοφάρδουλα
     κλητική κοντοφάρδουλοι κοντοφάρδουλες κοντοφάρδουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοντοφάρδουλος < κοντο- + φαρδουλός < φαρδ(ύς) + -ουλος

  Επίθετο

επεξεργασία

κοντοφάρδουλος

  • (σπάνιο) ο κοντόχοντρος
    ※  Δηλαδὴ ὁ καθηγητὴς Μοντεφρεντίνι δεν εἴτανε περισσότερο ἀστεῖος ἀπὸ ὅσο μπορεῖ νὰ εἶναι κάθε ἄνθρωπος κοντοφάρδουλος, φωνακλὰς καὶ χωρατατζής, ποὺ ἔχει πυκνὰ σγουρὰ μαλλιὰ καὶ λαδωμένο μουστάκι, στριμμένο πρὸς τὰ ἀπάνω ἀπειλιτικά, καὶ ποὺ φορεῖ βελούδινο σακάκι, χρυσὴ καδένα καὶ μιὰ πελώρια παρδαλὴ καλλιτεχνικὴ γραβάτα.
    Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία