pantalono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pantalono | pantalonoj |
αιτιατική | pantalonon | pantalonojn |
pantalono (eo)
- το παντελόνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pantalono | pantalonoj |
αιτιατική | pantalonon | pantalonojn |
pantalono (eo)