Δείτε επίσης: Παντολέων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πανταλέων οι Πανταλέοντες
      γενική του Πανταλέοντος των Πανταλεόντων
    αιτιατική τον Πανταλέοντα τους Πανταλέοντες
     κλητική Πανταλέων
Πανταλέον*
Πανταλέοντες
* Κατά την αρχαία κλίση.
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Κοντολέων - κλίση: θεράπων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πανταλέων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Πανταλέων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pan.daˈle.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐ντα‐λέ‐ων
παρώνυμο: Παντολέων

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πανταλέων αρσενικό

  1. (λόγιο) ανδρικό όνομα, ο Πανταλέοντας
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) άκλιτα ή αρσενικό με θηλυκό: Πανταλέοντος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

για το επώνυμο:



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πανταλέων οἱ Πανταλέοντες
      γενική τοῦ Πανταλέοντος τῶν Πανταλεόντων
      δοτική τῷ Πανταλέοντ τοῖς Πανταλέουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Πανταλέοντ τοὺς Πανταλέοντᾰς
     κλητική ! Πανταλέον Πανταλέοντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πανταλέοντε
γεν-δοτ τοῖν  Πανταλεόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πανταλέων < πᾶς, θέμα παντα- + λέων

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πανταλέων αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία