Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παίζω εν ου παικτοίς < μεσαιωνική ελληνική παίζω ἐν οὐ παικτοῖς

  Έκφραση επεξεργασία

παίζω εν ου παικτοίς

παρεμφερή: επεξεργασία

  • δεν παίζουμε με ό,τι δεν είναι παιχνίδι!

  Μεταφράσεις επεξεργασία