Ετυμολογία

επεξεργασία
παίζω ἐν οὐ παικτοῖς < → δείτε τις λέξεις παίζω, ἐν, οὐ και παικτός στη δοτική πληθυντικού: «σ' αυτά που μπορούν να παίζουμε μαζί τους»

  Έκφραση

επεξεργασία

παίζω ἐν οὐ παικτοῖς