παίζω ἐν οὐ παικτοῖς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παίζω ἐν οὐ παικτοῖς < → δείτε τις λέξεις παίζω, ἐν, οὐ και παικτός στη δοτική πληθυντικού: «σ' αυτά που μπορούν να παίζουμε μαζί τους»
Έκφραση
επεξεργασίαπαίζω ἐν οὐ παικτοῖς
- παίζω εν ου παικτοίς (αντιμετωπίζω σαν παιχνίδι πράγματα που δεν θα έπρεπε, διότι είναι πολύ σοβαρά, πολύ κρίσιμα ή ενδεχομένως έχουν ιερό χαρακτήρα)
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Ιωάννης ο Χρυσόστομος
- Ὁρᾷς ὅτι παίζεις ἐν οὐ παικτοῖς πράγμασι; (Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολήν, 63, 191, 4)
- Τί τοίνυν παίζεις ἐν οὐ παικτοῖς πράγμασι; τί ἀπατᾷς σεαυτὸν, καὶ παραλογίζῃ τὴν ψυχήν σου, ἄνθρωπε;
- (Εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου, 59, 626, 43-45 Sancti patris nostri Joannis Chrysostomi ...: Opera omnia quæ exstant, τόμος 9, σελ.830@books.google, apud Gaume fratres, 1837)
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Ιωάννης ο Χρυσόστομος