παικτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | παικτός | ἡ | παικτή | τὸ | παικτόν |
γενική | τοῦ | παικτοῦ | τῆς | παικτῆς | τοῦ | παικτοῦ |
δοτική | τῷ | παικτῷ | τῇ | παικτῇ | τῷ | παικτῷ |
αιτιατική | τὸν | παικτόν | τὴν | παικτήν | τὸ | παικτόν |
κλητική ὦ! | παικτέ | παικτή | παικτόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | παικτοί | αἱ | παικταί | τὰ | παικτᾰ́ |
γενική | τῶν | παικτῶν | τῶν | παικτῶν | τῶν | παικτῶν |
δοτική | τοῖς | παικτοῖς | ταῖς | παικταῖς | τοῖς | παικτοῖς |
αιτιατική | τοὺς | παικτούς | τὰς | παικτᾱ́ς | τὰ | παικτᾰ́ |
κλητική ὦ! | παικτοί | παικταί | παικτᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παικτώ | τὼ | παικτᾱ́ | τὼ | παικτώ |
γεν-δοτ | τοῖν | παικτοῖν | τοῖν | παικταῖν | τοῖν | παικτοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παικτός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παίζω, παικ- + -τός
Επίθετο
επεξεργασίαπαικτός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που μπορούμε να παίξουμε μαζί του, που είναι δυνατόν να αστειευτούμε μαζί του, που είναι κατάλληλος για ευθυμία και παιχνίδι
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Ιωάννης ο Χρυσόστομος
- → δείτε την έκφραση παίζω ἐν οὐ παικτοῖς
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παικτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.