ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παικτός παικτή τὸ παικτόν
      γενική τοῦ παικτοῦ τῆς παικτῆς τοῦ παικτοῦ
      δοτική τῷ παικτ τῇ παικτ τῷ παικτ
    αιτιατική τὸν παικτόν τὴν παικτήν τὸ παικτόν
     κλητική ! παικτέ παικτή παικτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παικτοί αἱ παικταί τὰ παικτᾰ́
      γενική τῶν παικτῶν τῶν παικτῶν τῶν παικτῶν
      δοτική τοῖς παικτοῖς ταῖς παικταῖς τοῖς παικτοῖς
    αιτιατική τοὺς παικτούς τὰς παικτᾱ́ς τὰ παικτᾰ́
     κλητική ! παικτοί παικταί παικτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παικτώ τὼ παικτᾱ́ τὼ παικτώ
      γεν-δοτ τοῖν παικτοῖν τοῖν παικταῖν τοῖν παικτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παικτός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παίζω, παικ- + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

παικτός, -ή, -όν

Εκφράσεις

επεξεργασία