• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

fenced

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία

fenced (en)

  • αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του fence
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=fenced&oldid=5593356"
Τελευταία επεξεργασία στις 7 Σεπτεμβρίου 2022, στις 00:01

Γλώσσες

    • Deutsch
    • English
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • 日本語
    • မြန်မာဘာသာ
    • ၽႃႇသႃႇတႆး
    • Simple English
    • Svenska
    • తెలుగు
    • Tiếng Việt
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 7 Σεπτεμβρίου 2022, στις 00:01.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie