ενεστώτας fence off
γ΄ ενικό ενεστώτα fences off
αόριστος fenced off
παθητική μετοχή fenced off
ενεργητική μετοχή fencing off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fence off < → δείτε τις λέξεις fence και off

fence off (en)

  • φράζω, κλείνω με φράχτη ένα χώρο για να χωρίσω μια περιοχή από την άλλη
    ⮡  They fenced off the orchard.
    Έφραξαν το περιβόλι.
     συνώνυμα: fence in