απερίφραχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απερίφραχτος < απερίφρακτος < μεσαιωνική ελληνική ἀπερίφρακτος
Επίθετο
επεξεργασίααπερίφραχτος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άφρακτος
Αντώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φραγμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία απερίφραχτος
|