ambition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ambition | ambitions |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /æm.ˈbɪʃ.ən/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαambition (en)
- η φιλοδοξία, κάτι που θέλω να κάνω ή να πετύχω πάρα πολύ
- ⮡ All my ambitions have been fulfilled.
- Όλες μου οι φιλοδοξίες έχουν εκπληρωθεί.
- ⮡ All my ambitions have been fulfilled.
- (μη μετρήσιμο) η φιλοδοξία, το να είμαι φιλόδοξος
- ⮡ She is full of ambition.
- Είναι γεμάτη φιλοδοξία.
- ⮡ She is full of ambition.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɑ̃.bi.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ambition | ambitions |
ambition (fr) θηλυκό