Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άδοξα < άδοξος

  Επίρρημα επεξεργασία

άδοξα

  • χωρίς δόξα, χωρίς να έχει επιτευχθεί κάτι σπουδαίο
έληξε άδοξα η διεθνής διάσκεψη για το περιβάλλον

  Μεταφράσεις επεξεργασία