Ετυμολογία

επεξεργασία
άδοξα < άδοξος

  Επίρρημα

επεξεργασία

άδοξα

  • χωρίς δόξα, χωρίς να έχει επιτευχθεί κάτι σπουδαίο
έληξε άδοξα η διεθνής διάσκεψη για το περιβάλλον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία