• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δοξασμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δοξασμένος η δοξασμένη το δοξασμένο
      γενική του δοξασμένου της δοξασμένης του δοξασμένου
    αιτιατική τον δοξασμένο τη δοξασμένη το δοξασμένο
     κλητική δοξασμένε δοξασμένη δοξασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δοξασμένοι οι δοξασμένες τα δοξασμένα
      γενική των δοξασμένων των δοξασμένων των δοξασμένων
    αιτιατική τους δοξασμένους τις δοξασμένες τα δοξασμένα
     κλητική δοξασμένοι δοξασμένες δοξασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
δοξασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου δοξάζω

Μετοχή

επεξεργασία

δοξασμένος, -η, -ο

  • που έχει δοξαστεί

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δοξασμένος
  • γαλλικά : glorieux (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δοξασμένος&oldid=5558348"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Απριλίου 2022, στις 09:15

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Απριλίου 2022, στις 09:15.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας