Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δοξασμένος η δοξασμένη το δοξασμένο
      γενική του δοξασμένου της δοξασμένης του δοξασμένου
    αιτιατική τον δοξασμένο τη δοξασμένη το δοξασμένο
     κλητική δοξασμένε δοξασμένη δοξασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δοξασμένοι οι δοξασμένες τα δοξασμένα
      γενική των δοξασμένων των δοξασμένων των δοξασμένων
    αιτιατική τους δοξασμένους τις δοξασμένες τα δοξασμένα
     κλητική δοξασμένοι δοξασμένες δοξασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δοξασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου δοξάζω

  Μετοχή επεξεργασία

δοξασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία