Ετυμολογία

επεξεργασία
ομοδοξώ < ομο- + δοξάζω

ομοδοξώ

  1. έχω την ίδια θρησκεία, το ίδιο δόγμα
  2. έχω την ίδια άποψη για κάποιο θέμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία