ματαιοδοξώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ματαιοδοξώ < ματαιόδοξος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαματαιοδοξώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ματαιοδοξώ | ματαιοδοξούσα | θα ματαιοδοξώ | να ματαιοδοξώ | ματαιοδοξώντας | |
β' ενικ. | ματαιοδοξείς | ματαιοδοξούσες | θα ματαιοδοξείς | να ματαιοδοξείς | (ματαιοδόξει) | |
γ' ενικ. | ματαιοδοξεί | ματαιοδοξούσε | θα ματαιοδοξεί | να ματαιοδοξεί | ||
α' πληθ. | ματαιοδοξούμε | ματαιοδοξούσαμε | θα ματαιοδοξούμε | να ματαιοδοξούμε | ||
β' πληθ. | ματαιοδοξείτε | ματαιοδοξούσατε | θα ματαιοδοξείτε | να ματαιοδοξείτε | ματαιοδοξείτε | |
γ' πληθ. | ματαιοδοξούν(ε) | ματαιοδοξούσαν(ε) | θα ματαιοδοξούν(ε) | να ματαιοδοξούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ματαιοδόξησα | θα ματαιοδοξήσω | να ματαιοδοξήσω | ματαιοδοξήσει | ||
β' ενικ. | ματαιοδόξησες | θα ματαιοδοξήσεις | να ματαιοδοξήσεις | ματαιοδόξησε | ||
γ' ενικ. | ματαιοδόξησε | θα ματαιοδοξήσει | να ματαιοδοξήσει | |||
α' πληθ. | ματαιοδοξήσαμε | θα ματαιοδοξήσουμε | να ματαιοδοξήσουμε | |||
β' πληθ. | ματαιοδοξήσατε | θα ματαιοδοξήσετε | να ματαιοδοξήσετε | ματαιοδοξήστε | ||
γ' πληθ. | ματαιοδόξησαν ματαιοδοξήσαν(ε) |
θα ματαιοδοξήσουν(ε) | να ματαιοδοξήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ματαιοδοξήσει | είχα ματαιοδοξήσει | θα έχω ματαιοδοξήσει | να έχω ματαιοδοξήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ματαιοδοξήσει | είχες ματαιοδοξήσει | θα έχεις ματαιοδοξήσει | να έχεις ματαιοδοξήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ματαιοδοξήσει | είχε ματαιοδοξήσει | θα έχει ματαιοδοξήσει | να έχει ματαιοδοξήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ματαιοδοξήσει | είχαμε ματαιοδοξήσει | θα έχουμε ματαιοδοξήσει | να έχουμε ματαιοδοξήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ματαιοδοξήσει | είχατε ματαιοδοξήσει | θα έχετε ματαιοδοξήσει | να έχετε ματαιοδοξήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ματαιοδοξήσει | είχαν ματαιοδοξήσει | θα έχουν ματαιοδοξήσει | να έχουν ματαιοδοξήσει |
|
Πηγές
επεξεργασία- ματαιοδοξώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ματαιοδοξώ
|