ματαιοφρονώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ματαιοφρονώ < ελληνιστική κοινή ματαιοφρονέω / ματαιοφρονῶ < ματαιόφρων < αρχαία ελληνική μάταιος + φρήν
Ρήμα επεξεργασία
ματαιοφρονώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ματαιοφρονώ
|
Δείτε επίσης : ματαιοφρονῶ, ματαιοδοξώ |
ματαιοφρονώ
|