↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δοξαστικός η δοξαστική το δοξαστικό
      γενική του δοξαστικού της δοξαστικής του δοξαστικού
    αιτιατική τον δοξαστικό τη δοξαστική το δοξαστικό
     κλητική δοξαστικέ δοξαστική δοξαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δοξαστικοί οι δοξαστικές τα δοξαστικά
      γενική των δοξαστικών των δοξαστικών των δοξαστικών
    αιτιατική τους δοξαστικούς τις δοξαστικές τα δοξαστικά
     κλητική δοξαστικοί δοξαστικές δοξαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δοξαστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δοξαστικός (αρχαία σημασία: που δημιουργεί γνώμη)[1] < δοξάζω < δόξα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðo.ksa.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐ξα‐στι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

δοξαστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δοξαστικός δοξαστική τὸ δοξαστικόν
      γενική τοῦ δοξαστικοῦ τῆς δοξαστικῆς τοῦ δοξαστικοῦ
      δοτική τῷ δοξαστικ τῇ δοξαστικ τῷ δοξαστικ
    αιτιατική τὸν δοξαστικόν τὴν δοξαστικήν τὸ δοξαστικόν
     κλητική ! δοξαστικέ δοξαστική δοξαστικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δοξαστικοί αἱ δοξαστικαί τὰ δοξαστικᾰ́
      γενική τῶν δοξαστικῶν τῶν δοξαστικῶν τῶν δοξαστικῶν
      δοτική τοῖς δοξαστικοῖς ταῖς δοξαστικαῖς τοῖς δοξαστικοῖς
    αιτιατική τοὺς δοξαστικούς τὰς δοξαστικᾱ́ς τὰ δοξαστικᾰ́
     κλητική ! δοξαστικοί δοξαστικαί δοξαστικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δοξαστικώ τὼ δοξαστικᾱ́ τὼ δοξαστικώ
      γεν-δοτ τοῖν δοξαστικοῖν τοῖν δοξαστικαῖν τοῖν δοξαστικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δοξαστικός < δοξάζω, δοξασ- +-τικός < δόξα[2]

  Επίθετο

επεξεργασία

δοξαστικός, -ή, -όν

  1. που δημουργεί γνώμη
  2. γεμάτος ιδέες
  3. (ελληνιστική σημασία) δοξαστικός

Παράγωγα

επεξεργασία