δοξαστικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δοξαστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δοξαστικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
δοξαστικό ουδέτερο
- (θρησκεία) ιδιόμελο του οποίου προτάσσεται ο στίχος «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι»
Μεταφράσεις επεξεργασία
δοξαστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
δοξαστικό
- αιτιατική ενικού του δοξαστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δοξαστικός