ενεστώτας glorify
γ΄ ενικό ενεστώτα glorifies
αόριστος glorified
παθητική μετοχή glorified
ενεργητική μετοχή glorifying

glorify (en)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη glory (δόξα)