ἐπαινέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπαινέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἐπαινέω / ἐπαινῶ
- επαινώ, εγκωμιάζω, εγκρίνω
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Ἴων , 536d
- θαυμάζοιμι μεντἂν εἰ οὕτως εὖ εἴποις, ὥστε με ἀναπεῖσαι ὡς ἐγὼ κατεχόμενος καὶ μαινόμενος Ὅμηρον ἐπαινῶ.
- Θα παραξενευόμουν όμως αν θα ήσαν τα λόγια σου τόσο ωραία, ώστε να με κάνουν να αλλάξω γνώμη και να παραδεχτώ ότι εγκωμιάζω τον Όμηρο κυριευμένος από τον θεό και σε κατάσταση μανίας.
- Μετάφραση (2002),Νίκος Σκουτερόπουλος @greek-language.gr
- θαυμάζοιμι μεντἂν εἰ οὕτως εὖ εἴποις, ὥστε με ἀναπεῖσαι ὡς ἐγὼ κατεχόμενος καὶ μαινόμενος Ὅμηρον ἐπαινῶ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 312
- Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπῄνησαν κακὰ μητιόωντι,
- Κι επαίνεσαν του Έκτορος την σκέψιν ολεθρίαν·
- Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
- Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπῄνησαν κακὰ μητιόωντι,
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Ἴων , 536d
- επικροτώ, συναινώ, συμφωνώ
- ενθαρρύνω, προτρέπω
- αρνούμαι ευγενικά
- αναλαμβάνω να κάνω κάτι
- (στην παθητική φωνή) επαινούμαι, εγκωμιάζομαι, εγκρίνομαι
- (για ραψωδούς) απαγγέλλω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπαινέω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἐπαινέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπαινέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.