ἐπαινετέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπαινετέος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐπαινετέ(ον) (όπως στον Πλάτωνα) + -ος < αρχαία ελληνική ἐπαινέω / ἐπαινῶ
Επίθετο
επεξεργασίαἐπαινετέος, -α, -ον (ρηματικό επίθετο)
Πηγές
επεξεργασία- ἐπαινετέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπαινετέον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.