Δείτε επίσης: επαινετέος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπαινετέος ἐπαινετέ τὸ ἐπαινετέον
      γενική τοῦ ἐπαινετέου τῆς ἐπαινετέᾱς τοῦ ἐπαινετέου
      δοτική τῷ ἐπαινετέ τῇ ἐπαινετέ τῷ ἐπαινετέ
    αιτιατική τὸν ἐπαινετέον τὴν ἐπαινετέᾱν τὸ ἐπαινετέον
     κλητική ! ἐπαινετέε ἐπαινετέ ἐπαινετέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπαινετέοι αἱ ἐπαινετέαι τὰ ἐπαινετέ
      γενική τῶν ἐπαινετέων τῶν ἐπαινετέων τῶν ἐπαινετέων
      δοτική τοῖς ἐπαινετέοις ταῖς ἐπαινετέαις τοῖς ἐπαινετέοις
    αιτιατική τοὺς ἐπαινετέους τὰς ἐπαινετέᾱς τὰ ἐπαινετέ
     κλητική ! ἐπαινετέοι ἐπαινετέαι ἐπαινετέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπαινετέω τὼ ἐπαινετέ τὼ ἐπαινετέω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπαινετέοιν τοῖν ἐπαινετέαιν τοῖν ἐπαινετέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπαινετέος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐπαινετέ(ον) (όπως στον Πλάτωνα) + -ος < αρχαία ελληνική ἐπαινέω / ἐπαινῶ

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐπαινετέος, -α, -ον (ρηματικό επίθετο)