παινεσιάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παινεσιάρης | η | παινεσιάρα | το | παινεσιάρικο |
γενική | του | παινεσιάρη | της | παινεσιάρας | του | παινεσιάρικου |
αιτιατική | τον | παινεσιάρη | την | παινεσιάρα | το | παινεσιάρικο |
κλητική | παινεσιάρη | παινεσιάρα | παινεσιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παινεσιάρηδες | οι | παινεσιάρες | τα | παινεσιάρικα |
γενική | των | παινεσιάρηδων | — | των | παινεσιάρικων | |
αιτιατική | τους | παινεσιάρηδες | τις | παινεσιάρες | τα | παινεσιάρικα |
κλητική | παινεσιάρηδες | παινεσιάρες | παινεσιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παινεσιάρης, -α, -ικο
- που του αρέσει να παινεύεται
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παινεσιάρης
|