εξύμνηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξύμνηση | οι | εξυμνήσεις |
γενική | της | εξύμνησης* | των | εξυμνήσεων |
αιτιατική | την | εξύμνηση | τις | εξυμνήσεις |
κλητική | εξύμνηση | εξυμνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξυμνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξύμνηση < μεσαιωνική ελληνική ἐξύμνησις < ελληνιστική κοινή ἐξυμνέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξύμνηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξυμνώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξύμνηση