εξυμνήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξυμνήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξυμνώ
- θα εξυμνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξυμνώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεξυμνήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξύμνηση